βελονωτός

βελονωτός
-ή, -ό
1. αυτός που μοιάζει με βελόνα, μυτερός
2. φρ. «βελονωτά...» ή «βελονάτα όπλα» — όπλα στα οποία βελονοειδής προεξοχή χτυπάει το καψούλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βελόνα. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ναυτικό Ονοματολόγιο, των Λ. Παλάσκα, Α. Κουμελά και Φιλ. Ιωάννου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βελονωτός — ή, ό ο βελονοειδής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βελονάτος — η, ο βλ. βελονωτός …   Dictionary of Greek

  • βελόνα — Μικρό νησί του νοτιοδυτικού Αιγαίου. Βρίσκεται ανάμεσα στη Λέρο και στην Κάλυμνο. * * * η (AM βελόνη) 1. λεπτό μετάλλινο όργανο ραφής με αιχμηρή άκρη και τρύπα στο πλατύτερο μέρος του για να περνάει η κλωστή 2. η λεπτή αιχμή οποιουδήποτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”